« Back to Glossary Index

Κλεισμένη, συμφωνημένη, υπόθεση. Κλεισμένη δοσοληψία ή συναλλαγή που δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, παρά την άτυπη μορφή της σύμβασης.